στρατός

στρατός
Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και σε καιρό ειρήνης και αποτελούνται από ένα μέρος που βρίσκεται σε ενεργή υπηρεσία και από ένα εφεδρικό τμήμα, που μπορεί να ανακληθεί μόλις η κατάσταση το απαιτήσει. Από την εποχή ακόμα του σχηματισμού των πρώτων κάπως σταθερών κοινωνικών ομάδων έγινε φανερή η ανάγκη ύπαρξης, τουλάχιστον προσωρινά, ένοπλων δυνάμεων, που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τα συμφέροντα του συνόλου. Κατά τα πανάρχαια χρόνια στις περιοχές της Εγγύς και Μέσης Ανατολής δεν έδιναν μεγάλη σημασία στη στρατιωτική οργάνωση και μόνιμος στρατός ήταν συνήθως μόνο η φρουρά του ηγεμόνα. Κάποια μορφή υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας είχαν οι Ασσύριοι, ενώ έναν εμβρυώδη μόνιμο στρατό αποτελούσε στην Αίγυπτο μια τάξη πολεμιστών. Για τις βαβυλωνιακές δυνάμεις λίγα είναι γνωστά· αντίθετα, χάρη στον Ηρόδοτο γνωρίζουμε πολλά για τη στρατιωτική οργάνωση των Περσών. Ο στρατός των Εβραίων διακρινόταν για το βαθύ εθνικοθρησκευτικό του αίσθημα. Ψυχολογικά στοιχεία και οργανωτικές μορφές που πλησιάζουν τα σημερινά συναντιούνται στην αρχαία Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Σπάρτη, και αργότερα στους Ρωμαίους. Κατά το Μεσαίωνα, ο κατακερματισμός της κρατικής κυριαρχίας εμπόδιζε το σχηματισμό ομοιογενών σ. Ομάδες επαγγελματιών στρατιωτών, που τους μισθοδοτούσαν οι διάφοροι άρχοντες, οργανώνονται μεταξύ Που και 15ου αι. Στις αρχές των νεώτερων χρόνων, με τη σταθεροποίηση των εθνικών μοναρχιών, οι ηγεμόνες, αρνούμενοι τις υπηρεσίες των μισθοφόρων, στηρίχτηκαν σε σ. που στρατολογούσαν οι ίδιοι. Σ. με εθνικό χαρακτήρα άρχισαν να αναφαίνονται μετά τον Εκατονταετή πόλεμο. Πραγματικός όμως δημιουργός του σύγχρονου σ. υπήρξε ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος B’ ο Μέγας, το 18o αι., ο οποίος εισήγαγε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία με ατομική πρόσκληση, καθόρισε κριτήρια για τις απαλλαγές και τις προαγωγές και φρόντισε πολύ για τη στρατιωτική εκπαίδευση. Η Γαλλική Επανάσταση, τροποποιώντας ριζικά τη στρατιωτική οργάνωση, που είχε κληρονομήσει από το προηγούμενο καθεστώς ίδρυσε νέο σ. σε εθελοντική βάση, αντικατασταίνοντας τη νοοτροπία του μισθοφόρου με το επαναστατικό πατριωτικό αίσθημα. Οι απαιτήσεις όμως του πόλεμου κατά των συνασπισμένων ευρωπαϊκών κρατών ανάγκασαν αρχικά τη Συμβατική να θεσπίσει τη μαζική στρατολογία και αργότερα (1798) το Διευθυντήριο να καθιερώσει την υποχρεωτική στρατολογία, διατηρώντας κατά ένα μέρος και την εθελοντική κατάταξη. Στις βάσεις αυτές συγκροτήθηκαν οι σ. με τους οποίους ο Ναπολέων κέρδισε τόσες νίκες. Η Παλινόρθωση των Βουρβώνων ξαναγύρισε στον επαγγελματικό σ. ως την εποχή του Λουδοβίκου Φίλιππου: αυτός επανέφερε την υποχρεωτική θητεία, η οποία δεν καταργήθηκε από τότε και αποτελεί και σήμερα τη βάση όλων σχεδόν των στρατών. Ο Στρατός της Σωτηρίας, που ιδρύθηκε από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ. Στρατιώτες του πυροβολικού πάνω στο άρμα (φωτ. ΑΠΕ). Στρατιωτική παρέλαση σε στάδιο (φωτ. ΑΠΕ). Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όλοι οι αξιόλογοι στρατοί είχαν καλά οργανωμένο ιππικό, που έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση των μαχών. Εδώ, χαλκογραφία της εποχής, που εικονίζει γαλλικό ιππικό στη διάρκεια της μάχης της Ιένας (1806). Άρμα κατά τη διάρκεια άσκησης (φωτ. ΑΠΕ). Στρατιώτες με στολές παραλλαγής (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρότος και σταρτός Α
πολυπληθές άθροισμα οπλισμένων ανδρών οργανωμένων για πόλεμο ξηράς και, ιδίως, για την άμυνα μιας χώρας ή για την επίθεση εναντίον άλλης χώρας
νεοελλ.
1. το σύνολο τού έμψυχου και άψυχου υλικού που διαθέτει μια χώρα για να αντιμετωπίζει τους κατά ξηραν πολέμους
2. το στρατιωτικό επάγγελμα και όσοι ανήκουν σε αυτό
3. φρ. «οργανισμός στρατού» — σύνολο διατάξεων σχετικών με τη συγκρότηση, σύνθεση, οργάνωση, διοίκηση και εκπαίδευση τού στρατού
αρχ.
1. (στον Όμ.) οι στρατιώτες χωρίς τους αρχηγούς τους
2. ο λαός, σε αντιδιαστολή προς τους σοφούς
3. σώμα ανδρών και, ιδίως, το σώμα τών Αμφικτιόνων, τών Κενταύρων, τών Αμαζόνων και τών Αριμασπών
4. φρ. «στρατὸς ἀνδρῶν» — στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στρα-τός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής μονοσύλλαβης μορφής τής ΙΕ ρίζας *sters- / *strē- / *ster- «απλώνω, εκτείνομαι, σκορπίζω, διασπείρω» (βλ. και λ. στρώνω, στέρνο). Η λ. με την αρχική σημ. «απλωμένος, διασκορπισμένος» χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική πρώτα για το στρατοπεδευμένο πλήθος στρατιωτών και στη συνέχεια για να δηλώσει γενικά τον στρατό. Δευτερευόντως, η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τον λαό, σε αντιδιαστολή προς τους σοφούς. Η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. strta- «απλωμένος, διασκορπισμένος», το αβεστ. stәrәta- και το αρχ. ιρλδ. sreth. Στον αιολ. τ. στρότος, η συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας εμφανίζεται με φωνηεντισμό -ρο- (πρβλ. βροτός).
ΠΑΡ. στρατεύω, στρατιά
αρχ.
στρατικός, στράτ(ε)ιος, στρατῶ
νεοελλ.
στρατώνα(ς).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στρατάρχης, στρατηγέτης, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατολογώ, στρατόπεδο(ν)
αρχ.
στράταρχος, στρατοκήρυξ, στρατόμαντις, στρατονομάρχης, στρατόπλωτος, στρατοϋπηρέτης, στρατουργία, στρατοφύλαξ
μσν.- νεοελλ.
στρατολόγος
νεοελλ.
στρατοδικείο, στρατοδίκης, στρατοκράτης, στρατονόμος. (Β' συνθετικό) αρχ. αγέστρατος, δεξίστρατος, νεόστρατος, φοβέστρατος
νεοελλ.
απόστρατος, επίστρατος, λιπόστρατος, φυγόστρατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρατός — army masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στράτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στράτος — Sp Strãtas Ap Στράτος/Stratos L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • στρατός — ο το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας: Ο ελληνικός στρατός απέκρουσε τις επιθέσεις του εχθρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στρατός της Σωτηρίας — Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1878 από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ (1829 1912), με σκοπό να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη χριστιανική αντίληψη της ζωής με την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στους παραστρατημένους και των δύο φύλων, και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Στράτος, Νικόλαος — Έλληνας πολιτικός (Αθήνα 1872 1922). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής της επαρχίας Βάλτου στις εκλογές του 1902. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δ. Ράλλη (1909), προσχώρησε στο κόμμα των …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρίας Στρατός — (Salvation Army). Χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση με στρατιωτική διάρθρωση, που ιδρύθηκε από το Γουλιέλμο Μπουθ το 1865. Αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αρχών του χριστιανισμού και της ηθικής, την καταπολέμηση της ανηθικότητας και των κοινωνικών… …   Dictionary of Greek

  • στρατοῖν — στρατός army masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοί — στρατός army masc nom/voc pl στρατόω to be on a campaign pres subj mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres ind mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατούς — στρατός army masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”